- στραγγαλιστής
- οαυτός που στραγγαλίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στραγγαλιστής — ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν 1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό 2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
Λόντος, Τζιμ — (Κουτσοπόδι Άργους 1896 – ΗΠΑ 1975). Ελληνοαμερικανός επαγγελματίας αθλητής της ελεύθερης πάλης. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου, το οποίο άλλαξε όταν εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ –σε νεαρή ηλικία– και επιδόθηκε στο αγώνισμα της πάλης.… … Dictionary of Greek